Κυπαρισσία – Μεθώνη: H διαδρομή των 62 χιλιομέτρων καλύπτεται με κανονική οδήγηση περίπου σε 1 ώρα και 15 λεπτά. 

Η Μεθώνη, μια αρχαία πόλη στην περιοχή της Μεσσηνίας στην Πελοπόννησο, αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς και τουριστικούς προορισμούς της Ελλάδας. Με την πλούσια ιστορία, την αρχαιολογική κληρονομιά και την εκπληκτική φυσική ομορφιά της, η Μεθώνη προσφέρει μια μοναδική εμπειρία στους επισκέπτες της.

Η Μεθώνη ήταν μια αρχαία πόλη των Σπαρτιατών και αποτελούσε ένα από τα πλουσιότερα και ισχυρότερα αστικά κράτη της αρχαίας Ελλάδας. Καταξιωμένη για την πολεμική της δύναμη και τον πολιτισμό της, η Μεθώνη έπαιξε σημαντικό ρόλο στις ελληνικές ιστορικές γεγονοσώσεις. Οι Σπαρτιάτες αγωνίστηκαν ενάντια στους Πέρσες στη Μάχη των Πλαταιών και η Μεθώνη ήταν μία από τις πόλεις που έστειλαν στρατό για να υπερασπιστούν την ελευθερία της Ελλάδας.

Ο αρχαιολογικός χώρος της Μεθώνης είναι ένας από τους πιο εντυπωσιακούς στην Ελλάδα. Οι επισκέπτες μπορούν να εξερευνήσουν τα αρχαία ερείπια, συμπεριλαμβανομένων των αρχαίων τειχών, του θεάτρου, των νεκροταφείων και των αγαλματοστοάς. Ένα από τα πιο ενδιαφωτιστικά αξιοθέατα είναι η Αγορά της Μεθώνης, ένας μεγάλος ανοικτός χώρος όπου οι αρχαίοι Μεθώνες συνήρμοζαν για εμπορικές και κοινωνικές δραστηριότητες.

Η Μεθώνη βρίσκεται σε μια εκπληκτική τοποθεσία, με θέα στο Μεσσηνιακό κόλπο. Η περιοχή περιβάλλεται από εκπληκτικά τοπία, όπως οι πανέμορφες παραλίες, οι καταπράσινοι λόφοι και οι καταρράκτες. Οι επισκέπτες μπορούν να απολαύσουν το μπάνιο τους στα καταγάλανα νερά της Μεσσηνιακής θάλασσας και να ανακαλύψουν τις γραφικές παραλίες της περιοχής.

Η Μεθώνη είναι επίσης γνωστή για την πολιτιστική ζωή της. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, πολλά φεστιβάλ διοργανώνονται στην περιοχή, περιλαμβάνοντας μουσικές εκδηλώσεις, θεατρικές παραστάσεις και παραδοσιακούς χορούς. Οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν την τοπική παράδοση και να απολαύσουν την αυθεντική ελληνική κουλτούρα.

Η Μεθώνη είναι κωμόπολη του Νομού Μεσσηνίας. Ανήκει διοικητικά στον Δήμο Πύλου-Νέστορος, ενώ στο παρελθόν υπήρξε έδρα του ομώνυμου δήμου. Έχει σπουδαία ιστορική σημασία, γιατί, εξαιτίας της στρατηγικής θέσης που βρισκόταν, έγινε το μήλο της έριδος για τους κάθε φορά δυνατούς των εποχών που προσπάθησαν να την κάνουν λιμάνι τους.

Το Κάστρο της Μεθώνης είναι από τα σημαντικότερα του Ελλαδικού χώρου. Χτίστηκε από τους Βενετούς όταν έγιναν κύριοι της πόλης το 1209 μ.Χ. Είναι χτισμένο σε έναν βράχο που εισχωρεί στην θάλασσα και χωρίζεται από την ξηρά με μία τεχνητή τάφρο. Έχει έκταση 93 στρέμματα. Στην βόρεια πλευρά του βρίσκεται η πύλη κατασκευασμένη από ορθογώνιους πωρόλιθους. Τα τείχη του κάστρου είναι ενισχυμένα κατά διαστήματα με πύργους. Νότια του φρουρίου βρίσκεται ο πύργος Μπούρτζι, χτισμένος σε μία μικρή βραχονησίδα νότια του κάστρου. Συνδέεται με το κύριο φρούριο με μία γέφυρα με καμάρες. Στην ανατολική πλευρά του κάστρου υπάρχει σήμερα μικρός λιμενοβραχίονας που είναι μέρος του μικρού λιμανιού της Μεθώνης. Τα τείχη, οι πύργοι, οι προμαχώνες, η βορειοδυτική πλατφόρμα πυροβολικού και οι διάφορες πύλες του κάστρου έχουν χρονολογηθεί χάρη στην ταυτοποίηση των ενετικών θυρεών που ακόμη βρίσκονται στα αντίστοιχα σημεία.

Στα ομηρικά χρόνια λεγόταν Πήδασος. Ο Όμηρος την χαρακτηρίζει αμπελόεσσα. Αναφέρει επίσης την πόλη ως την τελευταία από τα επτά ευναιόμενα πτολίεθρα (ομορφοβαλμένες πόλεις), που ο Αγαμέμνονας προσέφερε στον Αχιλλέα για να κατευνάσει την οργή του. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η Πήδασος αντιστοιχεί στην σημερινή Κορώνη ενώ η Μεθώνη αντιστοιχεί στην Ομηρική Αιπεία.Στα τέλη του 8ου π.Χ. αι. καταλήφθηκε από τους Σπαρτιάτες. Αν και το μεγαλύτερο μέρος της Μεσσηνίας απελευθερώθηκε το 370 π.Χ. από την δράση του Επαμεινώνδα η Μεθώνη εξακολούθησε να παραμένει υπό Σπαρτιατική κυριαρχία μέχρι το 338 π.Χ. οπότε και απελευθερώθηκε με παρέμβαση του Φίλιππου της Μακεδονίας. Το 191 π.Χ. μπήκε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία οπότε και απέκτησε αρκετή δύναμη. Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Τραϊανός της χάρισε την αυτονομία της. Στα σωζόμενα τείχη του κάστρου εξακολουθούν να υφίστανται τμήματα αρχαίων οχυρώσεων. Ο Παυσανίας αναφέρει πως η πόλη λεγόταν και Μοθώνη (από τη μυθική πέτρα Μόθωνα στην οποία βρισκόταν το κάστρο της πόλης) ή από την κόρη του Οινέα Μοθώνη.

Η πόλη άκμασε την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Από τον 4ο αιώνα υπήρξε έδρα της Επισκοπής Μεθώνης η οποία διατηρήθηκε μέχρι το 1837. Οι Βενετοί απέκτησαν βλέψεις για το λιμάνι της Μεθώνης καθώς βρισκόταν σε θέση στρατηγικής σημασίας για τα εμπορικά τους συμφέροντα. Μετά την πρώτη κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το 1204 οι Βενετοί διεκδίκησαν τα λιμάνια της Μεθώνης και της Κορώνης για λογαριασμό τους. Η κυριαρχία τους στις δύο πόλεις της Μεσσηνίας επικυρώθηκε το 1209 κλείνοντας συμφωνία με τον κυρίαρχό τότε της Πελοποννήσου Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο. Οι Βενετοί οχύρωσαν την Μεθώνη και την μετέτρεψαν σε σημαντικό εμπορικό κέντρο. Η περιοχή γνώρισε σημαντική ευημερία και αποτέλεσε σημαντικό ενδιάμεσο σταθμό μεταξύ Βενετίας και Αγίων Τόπων. Η πόλη τότε ονομάζονταν Modon και κράτησε αυτό το όνομα μέχρι τον 19ο αιώνα.

Το 1490 ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄ συγκέντρωσε δυνάμεις και πολιόρκησε την Μεθώνη η οποία τελικά έπεσε το 1500 μ.Χ. Ακολούθησε σφαγή από τους γενίτσαρους του Βαγιαζήτ και ο πληθυσμός της πόλης αποδεκατίστηκε. Για να ξανακατοικηθεί η πόλη ο Σουλτάνος διέταξε να έρθουν να εγκατασταθούν σε αυτή οικογένειες από διάφορα μέρη της Πελοποννήσου. Το 1686 κατέλαβε την πόλη ο Βενετός ναύαρχος Φραντζέσκο Μοροζίνι. Η πόλη όπως και ολόκληρη η Πελοπόννησος παρέμεινε στην κατοχή των Βενετών μέχρι το 1715, οπότε οι Οθωμανοί ανέκτησαν την περιοχή. Στο διάστημα της δεύτερης Τουρκοκρατίας η πόλη παρήκμασε. Οι περιηγητές του 19ου αιώνα που πέρασαν από την περιοχή αναφέρουν μία εικόνα εγκατάλειψης και παρακμής.

Κατά την διάρκεια της Επανάστασης του 1821 η πόλη πολιορκήθηκε από τους επαναστάτες οι οποίοι δεν κατάφεραν να την καταλάβουν λόγω της σθεναρής αντίστασης του οχυρωμένου οθωμανικού πληθυσμού. Το 1825 εγκαταστάθηκε σε αυτή ο Ιμπραήμ Πασάς, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο διοικητήριο πάνω από την είσοδο του κάστρου. Η πόλη τα επόμενα χρόνια αποτέλεσε ορμητήριο των Αιγυπτίων. Στις 7 Οκτωβρίου 1828, η Μεθώνη απελευθερώθηκε από τα γαλλικά στρατεύματα της εκστρατείας του Μοριά με επικεφαλής τον στρατάρχη Μαιζών.

Μετά την απελευθέρωσh της, από την άνοιξη του 1829, οι Γάλλοι άρχισαν την οικοδόμηση της σύγχρονης πόλης της Μεθώνης έξω από τα τείχη του κάστρου. Ιδρύθηκε επίσης τον Φεβρουάριο του 1830 από τον κυβερνήτη της ανεξάρτητης Ελλάδος, τον Ιωάννη Καποδίστρια, το Καποδιστριακό αλληλοδιδακτικό σχολείο της Μεθώνης. Η πόλη σήμερα είναι πλούσια σε αρχαία μνημεία, καθώς και βυζαντινά, βενετσιάνικα και τούρκικα: εκκλησίες, τζαμιά, οχυρώσεις. Σπουδαίο είναι το κάστρο της, που φτιάχτηκε από τους Ενετούς και είναι περιτριγυρισμένο από τη θάλασσα.

Ολόκληρος ο οικισμός της Μεθώνης έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός. Σύμφωνα με την υπουργική απόφαση «αποτελεί ένα των πρώτων μετεπαναστατικών συγκεκροτημένων επί τη βάσει σχεδίου οικισμών, αφ’ ετέρου δε μη υποστάσα έκτοτε σημαντικάς αλλοιώσεις, διασώζει τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των οικοδομών της νοτίας Πελοποννήσου, κατά τον παρελθόντα αιώνα και αποτελεί το αρμόζον περιβάλλον του μεσαιωνικού φρουρίου, το οποίον υψούται εις την νοτιοδυτικήν άκρην της».

Το πολεοδομικό σχέδιο της σύγχρονης Μεθώνης ακολουθεί το πρότυπο των πόλεων των Επτανήσων και των γαλλικών πόλεων της νοτιοδυτικής Γαλλίας. Είχε όντως σχεδιαστεί από τον Γάλλο αντισυνταγματάρχη του Μηχανικού της Εκστρατείας του Μοριά, τον Ζοζέφ-Βίκτωρ Οντουά (Joseph-Victor Audoy). Αυτό το σχέδιο είχε εγκριθεί από τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στις 4 Μαΐου 1829 και είναι έτσι το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο πόλης στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους.

Στη Μεθώνη βρίσκεται αλληλοδιδακτικό σχολείο, το οποίο ήταν ένα από τα πρώτα σχολεία τα οποία κτίστηκαν στην νεοσύστατη Ελλάδα (τον Μάρτιο του 1830), με απόφαση του Καποδίστρια. Ήταν το πρώτο σχολείο στην Πελοπόννησο το οποίο κτίστηκε για να γίνει αλληλοδιδακτικό. Η θέση κατασκευής του είχε υποδειχθεί από τον ίδιο τον Καποδίστρια, όταν επισκέφτηκε τη Μεθώνη την άνοιξη του 1829. Το καποδιστριακό σχολείο λειτούργησε μέχρι το 1935/6, όταν εγκαταλείφθηκε, και το 1940 πωλήθηκε σε ιδιώτη. Χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό μνημείο το 1951 και η απαλλοτρίωση του ολοκληρώθηκε το 2001. Το 2015 ολοκληρώθηκε η αναστήλωσή του. Στην οδό Καποδίστρια βρίσκεται τοξωτή γέφυρα, η οποία κατασκευάστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης.

Στην πλατεία Συγγρού, επί του κεντρικού δρόμου, κοντά στην είσοδο του κάστρου, βρίσκεται ενετικό πηγάδι. Το πηγάδι κατασκευάστηκε στην Β΄ ενετική περίοδο (1686-1715), έχει διάμετρο 2,6 μ., βάθος 4 μέτρα και περιμετρικά τρεις βαθμίδες διαμέτρου 3,10 μ. κατασκευασμένες από πλάκες ψαμμιτόλιθου. Το φρέαρ αυτό, μαζί με άλλο ένα κοντά στη γέφυρα στην είσοδο της Μεθώνης, έχουν χαρακτηριστεί ιστορικά διατηρητέα μνημεία.

Το κτήριο του Σχολείου Θηλέων, γνωστό ως Σχολείο «Συγγρού», δωρεά του Ανδρέα Συγγρού, κτισμένο στην πλατεία Συγγρού, είναι ένα σχολικό κτήριο του λεγόμενου τύπου Καλλία και έχει χαρακτηριστεί ως μνημείο. Είναι η μικρότερη παραλλαγή αυτού του τύπου σχολικών κτηρίων – μονοτάξιο – και κτίστηκε το 1901. Εξακολούθησε να χρησιμοποιείται ως κτήριο του Δημοτικού Σχολείου Μεθώνης έως το Δεκέμβριο του 1941. Τότε έγινε επίταξη αυτού από τις Δυνάμεις Κατοχής. Μετά την κατοχή εγκαταλείφθηκε και τον Ιανουάριο του 1953 χρησιμοποιήθηκε από την εκκλησία ως Ενοριακή Βιβλιοθήκη ως το 1959. Από το 1959 έως το 1970 στεγάστηκαν εκεί 2 τάξεις του Γυμνασίου Μεθώνης. Και πάλι εγκαταλείφθηκε. Το 1980 στεγάστηκε και λειτούργησε νηπιαγωγείο ως το 2004. Από το 2004 ως σήμερα χρησιμοποιείται από τον πολιτιστικό σύλλογο Μεθώνης. Το κτήριο έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα Ε.Σ.Π.Α. για αποκατάσταση και θα χρησιμοποιηθεί για πολιτιστικούς σκοπούς.

Το παλαιοχριστιανικό διάσκαφο κοιμητήριο του Αγίου Ονουφρίου, μοναδικό στο είδος του για ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα, βρίσκεται στην πλαγιά του βουνού του Αγίου Νικολάου βόρεια της Μεθώνης. Ιδρύθηκε μάλλον τον 4ο αιώνα και ήταν σε χρήση ως τον 6ο, ενώ πολύ αργότερα (12ο-13ο αιώνα) ο χώρος του χρησιμοποιήθηκε ως ασκητήριο και τοιχογραφήθηκε. Το παλαιοχριστιανικό κοιμητήριο είναι λαξευμένο στο φυσικό από πωρόλιθο βράχο, αποτελείται από έξι θαλάμους και περικλείει αφενός αρκοσόλια, που ανοίγονται στις παρειές των θαλάμων και αφετέρου λακκοειδείς τάφους που έχουν σκαφτεί επί του εδάφους. Στο ύψος της γενέσεως των τόξων των αρκοσολίων ανοίγονται μικρές κόγχες για την εναπόθεση λύχνων, και στις πλευρές των θαλάμων υπάρχουν έδρανα και τράπεζες προσφορών, κατασκευές που συνδέονται με τη νεκρική λατρεία. Η οροφή των θαλάμων είναι οριζόντια και τα αρκοσόλια έχουν την μορφή σχετικά υψηλών τυφλών τόξων. Τα τοιχώματα καλύπτονταν αρχικά με τοιχογραφίες, ελάχιστα δείγματα των οποίων είναι σήμερα ορατά. Κατά τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους το κοιμητήριο είχε μετατραπεί σε ασκητήριο. Τότε κτίστηκε τοίχος μπροστά από τον πρώτο θάλαμο, ο οποίος επιπλέον κοσμήθηκε και με νέες τοιχογραφίες, ελάχιστα μέρη των οποίων διασώθηκαν. Χαρακτηριστικά, όπως η ριπιδιοειδής διάταξη των θαλάμων, οι τύποι των τάφων και η παρουσία λατρευτικών κατασκευών συνδέουν το κοιμητήριο του Αγίου Ονουφρίου με τις παλαιοχριστιανικές κατακόμβες της Μήλου, καθώς και της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας.